- σιργέντης
- και σεργέντης, ο, ΝΜυποτελής τών βαρώνων τής Πελοποννήσου κατά τη φραγκοκρατία, ο οποίος, μαζί με τον φλαμουράριο, ανήκε στις κατώτερες τάξεις τής φεουδαρχικής ιεραρχίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sergent (de la conquete) «υπαξιωματικός (τής κατάκτησης)» (< λατ. serviens, μτχ. ενεστ. τού ρ. servio «υπηρετώ»)].
Dictionary of Greek. 2013.